- ομήρειος
- -ο (Α ὁμήρειος, -ον, θηλ. και -η) [Όμηρος]ομηρικός («ἀγωνίζεσθαι τῶν Ὁμηρείων ἐπέων εἵνεκεν», Ηρόδ.)αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμήρειονα) ομηρική φράσηβ) στοά στη Σμύρνη στην οποία υπήρχε και ναός προς τιμήν τού Ομήρου («καὶ τὸ Ὁμήρειον, στοὰ τετράγωνος, ἔχουσα νεὼν Ὁμήρου», Παυσ.)γ) ονομασία νομίσματος στη Σμύρνη («καὶ νόμισμά τι χαλκοῡν παρ' αὐτοῑς Ὁμήρειον λέγεται», Παυσ.)2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Ὁμήρειοιοι μιμητές ή οι θαυμαστές τού Ομήρου3. φρ. «Ὁμήρειον Λύκειον» — τίτλος εκπαιδευτηρίου.επίρρ...ὁμηρείως (Α)με ομηρικό τρόπο, ομηρικώς.
Dictionary of Greek. 2013.